ἐξαγορεύσῃ

ἐξαγορεύσῃ
ἐξαγορεύσηι , ἐξαγόρευσις
telling out
fem dat sg (epic)
ἐξαγορεύω
tell out
aor subj mid 2nd sg
ἐξαγορεύω
tell out
aor subj act 3rd sg
ἐξαγορεύω
tell out
fut ind mid 2nd sg
ἐξαγορεύω
tell out
aor subj mid 2nd sg
ἐξαγορεύω
tell out
aor subj act 3rd sg
ἐξαγορεύω
tell out
fut ind mid 2nd sg
ἐξᾱγορεύσῃ , ἐξαγορεύω
tell out
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἐξᾱγορεύσῃ , ἐξαγορεύω
tell out
futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξαγόρευση — εξαγόρευση, η και ξαγόρεμα, το, ατος η εξομολόγηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαγόρευση — η (AM ἐξαγόρευσις) [εξαγορεύω] 1. εκμυστήρευση, φανέρωση μυστικού 2. η εξομολόγηση ως μυστήριο αρχ. μσν. δήλωση, διακήρυξη μσν. ανάκριση …   Dictionary of Greek

  • μετάνοια — Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • εξομολόγηση — η 1. η πλήρης ομολογία, η εξαγόρευση, το ξαγόρεμα. 2. (εκκλησ.), ένα από τα εφτά μυστήρια της ορθόδοξης Εκκλησίας, σύμφωνα με το οποίο ο χριστιανός εξομολογείται τα αμαρτήματά του στον πνευματικό (τον εξομολόγο), με τη μεσολάβηση του οποίου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”